τιλμός

τιλμός
τιλμός
plucking
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τιλμός — ὁ, Α [τίλλω] 1. βίαιη απόσπαση τών τριχών, μάδημα 2. εκρίζωση, ξερίζωμα («τιλμὸς καλάμου», πάπ.) 3. εξαγωγή τών ινών φυτού («τιλμὸς σησάμου», πάπ.) 4. φρ. «τιλμὸς ὀσπρίων» αποφλοίωση οσπρίων …   Dictionary of Greek

  • τιλμοῖσι — τιλμός plucking masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιλμοῖσιν — τιλμός plucking masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιλμοί — τιλμός plucking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιλμοῦ — τιλμός plucking masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιλμούς — τιλμός plucking masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιλμῶν — τιλμός plucking masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιλμῷ — τιλμός plucking masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”